- αφομοιώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, κάνω κάτι όμοιο με άλλο, εξομοιώνω: Ο οργανισμός αφομοιώνει ένα μέρος από τις τροφές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφομοιώνω — αφομοιώνω, αφομοίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφομοιώνω — (AM ἀφομοιῶ, όω) κάνω κάτι ή κάποιον όμοιο με τον εαυτό μου νεοελλ. 1. (ως οργανισμός) απορροφώ, κάνω αφομοίωση 2. (για γνώσεις, μαθήματα κ.λπ.) κατανοώ απόλυτα αρχ. 1. καθιστώ ή κάνω κάτι όμοιο με άλλο 2. συγκρίνω, παραβάλλω 3. απεικονίζω,… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] … Dictionary of Greek
συνεκπέσσω — και αττ. τ. συνεκπέττω Α 1. χωνεύω κάτι εντελώς 2. συντελώ στην πλήρη πέψη 3. βοηθώ στην ωρίμανση 4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»] … Dictionary of Greek